έκτρωση

έκτρωση
Η τεχνητή πρόωρη αποβολή του εμβρύου από τη μήτρα. Βλ. λ. άμβλωση.
* * *
η (Α ἔκτρωσις)
πρόωρη αποβολή τού εμβρύου από τη μήτρα, αυτόματη ή τεχνητή διακοπή τής εγκυμοσύνης
αρχ.
άμβλωση, αποβολή, πρόωρη γέννηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έκτρωση — η αυτόματος ή τεχνητός πρόωρος τοκετός, άμβλωση, αποβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτρώσῃ — ἐκτρώσηι , ἔκτρωσις miscarriage fem dat sg (epic) ἐκτιτρώσκω bring forth untimely aor subj mid 2nd sg ἐκτιτρώσκω bring forth untimely aor subj act 3rd sg ἐκτιτρώσκω bring forth untimely fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτρωσμός — ἐκτρωσμός, ο (Α) 1. έκτρωση που γίνεται ώς τις σαράντα μέρες τής κυήσεως 2. επιχειρηθείσα έκτρωση …   Dictionary of Greek

  • εκτρωτικός — ή, ό (Α ἐκτρωτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έκτρωση ή τήν προκαλεί («εκτρωτικά φάρμακα») II. επίρρ. εκτρωτικώς με τρόπο που προκαλεί έκτρωση …   Dictionary of Greek

  • φθόριος — ον, ΜΑ [φθορά ή φθόρος] το ουδ. ως ουσ. τὸ φθόριον φαρμακευτικό παρασκεύασμα,χρήσιμο για τη διακοπή τής κύησης, για έκτρωση αρχ. 1. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί φθορά, ιδίως έκτρωση, βλαπτικός·2. φρ. «φθόριον ἕδνον» ποσό που δινόταν στη νύφη ως …   Dictionary of Greek

  • εκτρωτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην έκτρωση (βλ. λ.), που προκαλεί έκτρωση: Εκτρωτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμβλωμα — το (Α ἄμβλωμα) [ἀμβλῶ] νεοελλ. 1. πρόωρα γεννημένο έμβρυο 2. κάθε ελλιπές και κακότεχνο κατασκεύασμα αρχ. η άμβλωση, έκτρωση …   Dictionary of Greek

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • έκρυση — η (Α ἔκρυσις) 1. διέξοδος ρέοντος υγρού 2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση) 3. (για τρίχες) πτώση 4. η ουσία που εκρέει …   Dictionary of Greek

  • έκτρωμα — το (AM ἔκτρωμα) 1. έμβρυο που αποβλήθηκε με έκτρωση, εξάμβλωμα, απόριμμα 2. τέρας ασχήμιας, υπερβολικά άσχημο πράγμα 3. (μτφ. για ανθρώπους) αποκρουστικός, τερατώδης αρχ. πρόωρος τοκετός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”